Από την Πόλη έρχομαι

 


Κι ενώ κάθομαι αμέριμνη στη δουλειά φροντίζει το φβ να μου θυμίσει μία ανάμνηση από 5 χρόνια πριν. Είναι η φωτογραφία που βλέπεις πιο κάτω, σίγουρα δεν καταλαβαίνεις καν τι είναι, αλλά για μέσα σημαίνει τόσα πολλά. Σε εμένα θυμίζει τη στιγμή που άλλαξε σχεδόν όλη η πορεία της ζωής μου.

                                                             

Πριν 5 χρόνια, λοιπόν, σαν σήμερα, φτάνω κατάκοπη, μετά από 12ωρο ταξίδι, στην Πόλη. Σε αυτήν την πόλη που ακόμη και σήμερα θεωρώ πως είναι το μόνο μέρος που ένιωσα ποτέ τόσο σπίτι μου. Αυτό το βήμα, λοιπόν, να φύγω για κάποιους μήνες το έκανα για να ξεφύγω. Από έναν μάταιο, μονόπλευρο έρωτα που μου τρωγε τα σωθικά- ως νέα και ενθουσιασμένη που ήμουν- και τον οποίο παίζει να τον ξέχασα τη στιγμή που πάτησα χώμα Πόλης. Και να ξεφύγω από τον πόνο ενός νοσήματος που, επίσης μου έτρωγε τα σωθικά, και πλέον ήξερα πως έπαιρνε τα πάνω του τρεφόμενος από όλα τα άγχη και τις εσωτερικές μου συγκρούσεις.

Πίσω στην Πόλη, λοιπόν, 11/09/2015, κάνω μόνη μου μια βόλτα, κατά τις 10 το πρωί, και βρίσκω ένα καφέ ωραίο, λαϊκό, χωμένο σε κάτι στενά, με καθίσματα καφενείου και τσίγκινα τραπέζια. Κάθομαι, παραγγέλνω ένα κλασσικό τούρκικο τσάι, ως ξένη που θέλει να μπλεντάρει στα παρακμιακά χωριάτικα σοκάκια του κέντρου, μιλώντας με περηφάνια και μαγκιά τα υπέροχα ανάθεμα-κι-αν-σε-καταλαβαίνει-κανείς τουρκικά μου. Έρχεται το καυτό τσάι, βάζω κι έναν- παραδοσιακό πάντα- κύβο ζάχαρης και το πίνω με περισσή αυτοπεποίθηση ενώ μου καίει τα σπλάχνα στους 35° C με 362% υγρασία. Κι ενώ αφουγκράζομαι την Πόλη, ακούω γνώριμη μουσική μέσα απ’ το μαγαζί και σιγοτραγουδάω αυθόρμητα από μέσα μου «ρίξε λιγάκι τουμπεκί θεούλη μου στον ναργιλέ μου απάνω».


-Abi(το τουρκικό bro), πού τα ξέρεις εσύ τα ρεμπέτικα και μερακλώνουμε στις 10 το πρωί;

-Εσύ πού τα ξέρεις αυτά; Καρντάσι είσαι;

-Καρντάσι abi, σήμερα ήρθα στην Πόλη.

-Το επόμενο τσάι κερασμένο για το καλωσήρθες (το τσάι στην Πόλη ποτέ δεν είναι μόνο ένα).


Καλωσήρθα, λοιπόν, με 6-7 πεταλούδες στο στομάχι, μισό δάκρυ συγκίνησης σε κάθε μάτι, και μία χούφτα θολά όνειρα.

Και κάπου ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο τσάι, ακούγοντας ρεμπέτικα, βλέπω στο φαγωμένο κάσωμα της έξω πόρτας του μαγαζιού γραμμένο με τρεμάμενα γράμματα «nereye gidiyorsun? (=πού πας; )», το αγαπημένο μου, τότε, τραγούδι (θες μετάφραση; Μα φυσικά εδώ: https://elenaskol.blogspot.com/2020/05/1-cem-adrian-nereye-gidiyorsun.html ).


«Με φόβους στο πρόσωπό σου,                                                                                                    

Με κραυγές μέσα σου,                                                                                                                        

Με μαύρο στην καρδιά σου,                                                                                                     

Πού πας;»


Κι αναρωτήθηκα, πράγματι, πού πάω;

Κι η απάντηση ήταν τόσο απλή: εδώ. Ήμουν εκεί κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν εκεί ακριβώς που έπρεπε να είμαι. Ήμουν στον προορισμό μου και ήμουν στην αφετηρία για ένα ταξίδι που συνεχίζεται ακόμη.

Περπάτησα, περπάτησα σοκάκια και λεωφόρους, κάθε απόσταση κάτω της μίας ώρας την έκανα με τα πόδια, χάζευα τους ανθρώπους σαν να θέλω να βγάλω φωτογραφία για Pulitzer -κι αν ήξερα να βγάζω θα το’ χα πάρει- χάζευα ψαράδες, κουλουράδες, τους γλάρους, τους μιναρέδες, τα κτίρια, τους ταρίφες, τις θεόχοντρες γάτες, τις βιτρίνες και τις αντικερί που δεν πιάνει το μάτι σου, την φτώχεια και τον πλούτο, τον πόνο και την ευτυχία.

Έζησα, έζησα κάθε στιγμή με όλο μου το είναι, τις αναποδιές και τα άγχη, τους κινδύνους, τις χαρές, έζησα μισή ζωή σε 5 μήνες. Έζησα την αγάπη, άφησα να με αγγίξουν, άφησα την αγάπη να αγγίξει την ψυχή μου. Έζησα την αγάπη με γέλια στις 5 το ξημέρωμα σε μια τρύπα που λέγαμε σπίτι, με δάκρυα ευτυχίας σε μια ζεστή αγκαλιά δίπλα στον Βόσπορο, με φόβο για όσα είχα πλέον για να χάσω, με κραυγές στα πατώματα να φωνάζω «μείνε». Έζησα την ευτυχία και τότε, καθισμένη πίσω από κάτι ψαράδες να βλέπω το ηλιοβασίλεμα, είχα γράψει:


«Σε αυτήν την Πόλη έμαθα ξανά να ερωτεύομαι                                                                                     

Κι ερωτεύτηκα αυτήν την Πόλη όπως εσένα                                                                                            

Κι ερωτεύτηκα εσένα όπως αυτήν την Πόλη                                                                                    

Έμαθα να αγαπάω τις μικρές λεπτομέρειες                                                                                          

Τους μιναρέδες που μαχαιρώνουν το πορφυρό ηλιοβασίλεμα                                                                 

Τις μακριές κατάμαυρες βλεφαρίδες σου που τρεμοπαίζουν όταν κοιμάσαι                                           

Τα δάκρυα που έχω ρίξει σε αυτήν την Πόλη γεμίζουν τον δικό μου Βόσπορο, που πάντα θα φυλάω μέσα μου

Κι όταν φύγω απ’ αυτήν την Πόλη

Κι όταν φύγεις από μένα.»


Και μην στα πολυλογώ, έφυγα κι εγώ από την Πόλη, έφυγε κι εκείνος από μένα και γύρισα στην «πατρίδα» ξένη, έχοντας αφήσει τον εαυτό μου πίσω. Έφερα το σώμα μου κενό, στεγνό από συναισθήματα, να περπατάει μηχανικά να προλάβει μια ζωή που τρέχει. Κι ενώ ήμουν στον πάτο, κάπου ανάμεσα σε καλογυμνασμένα κορμιά και ρακή βρήκα τον εαυτό μου. Θυμήθηκα την ερώτηση που άλλαξε την πορεία μου, θυμήθηκα πως δεν ήμουν στάσιμη, ταξίδευα ακόμη, και κάπου στο ταξίδι έπεσα πάνω στον εαυτό μου και τρόμαξα. Είχα πολλά συναισθήματα, πολλά όνειρα, πολλή αγάπη που πήρα και που είχα να δώσω. Κι ήταν πολλά για να τα διαχειριστώ. Μα ταξίδευα ακόμη, κι ο πάτος του βαρελιού απέκτησε τόσο νόημα. Ήμουν κενή γιατί πλέον μπορούσα να ξεδιαλέξω με τι να με γεμίσω. Κι άφησα στην άκρη ανθρώπους που είχαν ολοκληρώσει τον σκοπό τους, άφησα την κριτική,  τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις για τους άλλους και τις άλλες, τις μουσουλμάνες, τους πούστηδες, τις τρανς, τα πρεζάκια, τις 20 ετών μαμάδες, τις ξέκωλες και για μένα την πουτάνα, τη χοντρή, τη σκύλα. Κι ακόμη όποτε χάνομαι κάνω ένα βήμα πίσω κι αναρωτιέμαι «πού πάω»; Και πάω, σε άλλη καριέρα, σε μία νέα ιδέα, σε έναν άνθρωπο που γνώρισα πριν χρόνια, στην οικογένειά μου, μακριά από τοξικούς ανθρώπους, πάω μπροστά, και πίσω για να πάρω φόρα. Και κάθε επόμενη στάση είναι κι ο προορισμός μου κι έπειτα αρχίζω ξανά, κι ενώ δεν ξέρω πού πάω, ξέρω πως πάω στη σωστή κατεύθυνση. Ξέρω πως χθες πήγαινα εκεί που είμαι σήμερα.

Και κάπως έτσι, με μία τόσο απλή ερώτηση, ξεκίνησε ένα υπέροχο ταξίδι που κάθε στάση του έχει χαρά ή πόνο, ελπίδα ή απογοήτευση, λάθη ή σωστά, όνειρα ή απελπισία, χρώμα ή μαύρο. Και συνεχίζει… και πάω καλά...

Εσύ; Πού πας;



Comments

Popular posts from this blog

Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο μακριά και οι καρδιές τους τόσο κοντά

Δεν θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η πατριαρχία δεν την αφήνει