Περήφανα, προκλητικά, πολιτικά
Πέρυσι, λοιπόν, συμπληρώθηκαν 50 χρόνια
από τα γεγονότα του Stonewall,
κι επομένως φέτος συμπληρώνονται 50 από την πορεία μνήμης των θυμάτων του
γεγονότος που θεωρείται ότι αποτέλεσε και το πρώτο Pride. Με αφορμή την επέτειο αυτή
εντάθηκε ο αναστοχασμός σχετικά με την πορεία του κινήματος γενικότερα αλλά και
την εξέλιξη του ίδιου του Pride
ειδικότερα. Φέτος, λόγω των συνθηκών, βέβαια, οι αντίστοιχες εκδηλώσεις
ακυρώθηκαν με αποτέλεσμα την ενίσχυση του διαδικτυακού ακτιβισμού και διαλόγου
επί του θέματος. Εν προκειμένω, λοιπόν, σου ετοίμασα ένα κείμενο βασισμένο στη
διπλωματική μου εργασία (που θα βρεις εδώ http://ikee.lib.auth.gr/record/311157
και
θα χαρώ πολύ να ακούσω την ανατροφοδότησή σου). Δεν θα αναφερθώ, ωστόσο, στην
εμπορευματοποίηση του Pride,
καθώς θεωρώ ότι αυτή είναι μία συζήτηση που θα πρέπει να γίνεται εντός της κοινότητας
(τα εν οίκω μη εν δήμω που λένε). Αυτό το κείμενο, όμως, είναι για σένα που
είσαι υπέρ, κατά, που είσαι στο «και ναι και όχι», στο «υπέρ υπό όρους» ή που
δεν έχεις θέση (κι εδώ σε καλώ να πάρεις γιατί τι λέμε; Η ουδετερότητα ωφελεί
πάντα τον καταπιεστή). Σε προετοιμάζω, το κείμενο είναι ελαφρώς
επιστημονικούλι, αλλά σίγουρα θα σου δώσει τροφή για σκέψη αλλά και
επιχειρήματα για τις συζητήσεις επιπέδου που κάνεις στα κρασάδικα και τους καφενέδες.
Σύμφωνα με την Bruce (2013;
2016) το Pride
αποτελεί μία μορφή κοινωνικού κινήματος που δεν απευθύνεται στην πολιτεία, αλλά στην ίδια την κουλτούρα δηλαδή
τις κοινωνικές αξίες και νόρμες αλλά και την κοινή γνώμη. Απομακρύνεται,
δηλαδή, από τις θεσμικές διεκδικήσεις και είναι πιο δόκιμο να προσεγγίζεται ως
μία μορφή πολιτισμικής αμφισβήτησης. Κύριος στόχος, δηλαδή, είναι η κατάδειξη
και αλλαγή των κυρίαρχων στάσεων απέναντι στις queer ταυτότητες καθώς και ευρύτερα η
αμφισβήτηση της ίδιας της ετεροκανονικότητας η οποία θέτει τις ΛΟΑΤΚΙΑ+
ταυτότητες σε μειονεκτική θέση ακόμη και σε πολιτισμικά πλαίσια όπου φαίνεται
να έχει επιτευχθεί η ανοχή στη διαφορετικότητα (Brickell, 2000; Browne, 2007; Herrell, 1992; Kates &
Belk,
2001).
Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει η Bruce (2016, σ.4) «η Lady
Gaga
και οι Drag
queens
δεν ταιριάζουν με την εικόνα που έχουν οι άνθρωποι για τις διαδηλώσεις
και ούτε ταιριάζουν στον τυπικό κοινωνιολογικό κατάλογο των εκδηλώσεων
διαμαρτυρίας». Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, παρόλο που, πράγματι, το Pride αποτελεί ένα εορταστικό και
διασκεδαστικό πλαίσιο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αποτελεί
μία πολιτική πράξη όπου τα άτομα που συμμετέχουν αναπαράγουν την ελπίδα για μία
κοινωνία στην οποία θα μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα και να είναι ο εαυτός
τους. Η Browne
(2007), μάλιστα προσεγγίζει τα Prides
ως ένα πλαίσιο στο οποίο συναντιέται η απόλαυση με την πολιτική. Άλλωστε,
ακολουθώντας τη φεμινιστική σκέψη, η πολιτική δεν ασκείται μόνο εντός των
στενών θεσμικών και κυβερνητικών ορίων αλλά επεκτείνεται και στον ευρύτερο
κοινωνικό χώρο, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση αυτή (Gordon, 1991).
Στο πλαίσιο αυτό, της άσκησης πολιτικής, αποκτά νόημα και ο
τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αμφισβήτηση των κοινωνικών νορμών της
σεξουαλικότητας και του φύλου. Η Bruce
(2016) εντοπίζει δύο κύρια μοτίβα συμπεριφορών άσκησης πολιτικής που λαμβάνουν
χώρα στις εκδηλώσεις των Prides,
την εκπαιδευτική ορατότητα και την
προκλητική ορατότητα. Στην πρώτη περίπτωση, της εκπαιδευτικής ορατότητας,
τα άτομα επιδιώκουν περισσότερο την αμφισβήτηση και καταπολέμηση των
στερεοτύπων σχετικά με την κοινότητα, τονίζοντας κοινωνικά αποδεκτές,
συνυπάρχουσες με την ΛΟΑΤΚΙΑ+ ταυτότητές τους. Εν προκειμένω τα άτομα που
συμμετέχουν προβάλλουν τις οικογένειές τους, τις ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές
τους ιδιότητες και επιτεύγματα και παρουσιάζονται με τρόπους που θεωρούνται
κοινωνικά αποδεκτοί (Bruce,
2016). Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή της προκλητικής ορατότητας, τα άτομα
λειτουργούν με βάση την ελευθερία της έκφρασης, με αυτό σε πολλές περιπτώσεις
να σημαίνει πως εκφράζουν τον εαυτό και τη σεξουαλικότητά τους με προκλητικούς προς
το κοινό αίσθημα τρόπους αλλά και μη κομφορμιστικές ως προς τις νόρμες του
φύλου συμπεριφορές.
Αυτό το χαρακτηριστικό, λοιπόν, που
προσάπτεται στα Prides
τόσο
στον επιστημονικό όσο κυρίως στον καθημερινό και δημόσιο λόγο, η προκλητικότητα, έχει υποστηριχθεί πως
αποτελεί, ουσιαστικά, μία πολιτική θέση η οποία δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται
ως πράξη αποκομμένη από το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα. Πολλές πράξεις και
εκδηλώσεις που εκτείνονται εκτός του πλαισίου των νορμών ενέχουν τον χαρακτήρα
της αμφισβήτησης και πρόκλησης των ηγεμονικών σχέσεων εξουσίας, των νορμών και
κατ’ επέκταση αποτελούν, πράγματι, πολιτική στάση (Browne, 2007). Εν προκειμένω, η
προκλητικότητα έχει υποστηριχθεί ότι στοχεύει ακριβώς στην ηγεμονική
ετεροκανονικότητα και τις σχέσεις εξουσίας που θέτουν τις ΛΟΑΤΚΙΑ+ ταυτότητες
σε μειονεκτική κοινωνική θέση. Ειδικότερα, τα εντυπωσιακά άρματα και ρούχα, τα
άτομα που συμμετέχουν ημίγυμνα, οι μη κομφορμιστικές εκφράσεις σεξουαλικότητας και
του φύλου λαμβάνουν χαρακτήρα παρωδίας των ετεροσεξιστικών και
ετεροκανονιστικών αντιλήψεων και κατασκευών (Johnston, 2001; Markwell, 2005). Ενώ, δηλαδή,
συχνά λέγεται πως η προκλητικότητα αυτή επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από
τα επιδιωκόμενα, διαιωνίζοντας τα στερεότυπα που σχετίζονται με την κοινότητα,
υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν πως η προκλητικότητα και ο έντονα
σεξουαλικοποιημένος χαρακτήρας των Prides είναι ενδυναμωτικός και μπορεί να επιτύχει την
αμφισβήτηση και τον επαναπροσδιορισμό του διπόλου ετεροφυλοφιλία/ομοφυλοφιλία,
του διπόλου των φύλων και κατ’ επέκταση των ορίων της σεξουαλικότητας και του
φύλου (Marwell
& Waitt,
2009).
Βέβαια, όπως είναι φυσικό, το Pride έχει δεχθεί σφοδρή, και όχι πάντα
άδικη, κριτική ως προς τον χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει με την πάροδο των
ετών, τη στοχοθέτησή του αλλά ακόμη και για την ίδια την αξία του. Αρχικά, όπως
έχει υποστηριχθεί, η έμφαση στην αμφισβήτηση των κατασκευών του φύλου και της
σεξουαλικότητας, ενέχει, πράγματι, τον κίνδυνο της επισκίασης της ανάγκης για θεσμικές αλλαγές (Monro, 2005). Όπως έχει επισημάνει ο Hughes (2003) τα Prides, λόγω της απουσίας ουσιαστικών
θεσμικών διεκδικήσεων, έχουν χάσει τον ρόλο τους ως μέσα διεκδίκησης και
αποτελούν περισσότερο μία αφορμή για διασκέδαση και για προσέλκυση τουριστών. Η
μεταστροφή αυτή, μάλιστα, γίνεται εμφανής ακόμη και από τον όρο «πορείες» που
έχει αντικατασταθεί από τον όρο «παρελάσεις». Πλέον, δηλαδή, φαίνεται πως τα Prides λειτουργούν κυρίως ως μέσο
αντίδρασης στην ηγεμονική ετεροκανονικότητα και απομακρύνονται από την
ουσιαστική διεκδίκηση δικαιωμάτων και θεσμικών αλλαγών (Kates & Belk, 2001). Ενώ, δηλαδή, οι εκδηλώσεις
αυτές υιοθετούν πάντα ένα σύνθημα και συνοδεύονται από συζητήσεις κι αιτήματα που
έρχονται ως απότοκο της δράσης και των προσπαθειών των ΛΟΑΤΚΙΑ+ οργανώσεων κατά
τον υπόλοιπο χρόνο, αυτά επισκιάζονται από τις εικόνες που επικρατούν κατά τις 3
ώρες που διαρκεί η παρέλαση- πορεία.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Browne (2007), ακόμη και σχετικά με το εάν,
πράγματι, επιτυγχάνεται η ουσιαστική αμφισβήτηση της ετεροκανονικότητας και του
ετεροσεξισμού τίθεται το ερώτημα του κατά
πόσο η αμφισβήτηση αυτή μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια της δημιουργίας ενός
«ασφαλούς χώρου» έκφρασης. Τίθεται το ερώτημα, δηλαδή, αν η δημιουργία
τέτοιων «εορταστικών» πλαισίων που εξασφαλίζουν την ασφαλή, ελεύθερη έκφραση
αρκεί για να επιτευχθεί αυτό ή υπάρχει ανάγκη εισχώρησης σε πιο «εχθρικά
περιβάλλοντα». Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως ίσως δεν υπάρχει και τόση αξία
στην επαναλαμβανόμενη διοργάνωση μίας εκδήλωσης σε πλαίσια που είναι φιλικά
διακείμενα προς τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ ζητήματα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις
έχει τη θεσμική υποστήριξη των τοπικών αρχών ή έστω πως η αξία αυτής ενέχεται,
πράγματι, στη δημιουργία εορταστικού περιβάλλοντος ελεύθερης έκφρασης και όχι
στην άσκηση πολιτικής ενάντια στην καθεστηκυία τάξη. Ο προβληματισμός αυτός θα
μπορούσε να γίνει πιο σαφής εάν επιχειρούσε κάποιος να συγκρίνει δύο Prides που λαμβάνουν χώρα σε ένα ευρύτερο
φιλικό ή εχθρικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα αυτό του Άμστερνταμ με αυτό της
Κωνσταντινούπολης. Σε ένα πλαίσιο, δηλαδή, όπου το Pride χαίρει ευρείας αποδοχής και
υποστήριξης, ίσως, πράγματι, η εκδήλωση να μετατρέπεται σε έναν κοινά αποδεκτό
εορτασμό της διαφορετικότητας, ενώ σε ένα «εχθρικό περιβάλλον» η οργάνωση μίας
τέτοιας εκδήλωσης στο «δημόσιο χώρο» αποκτά ιδιαίτερη πολιτική αξία. Ωστόσο,
όπως επισημαίνει η Browne
(2007) αυτός ο προβληματισμός δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει, πράγματι, να
θεωρείται το Pride πολιτικό.
Σε κάθε περίπτωση με τη διεξαγωγή αυτών των εκδηλώσεων επιτυγχάνεται αυτό που
χαρακτηρίζει η Brickell
(2000) ως έξοδο στη δημόσια σφαίρα. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή, δημιουργείται
ένας ασφαλής χώρος ώστε τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα να καταλάβουν το «δημόσιο χώρο» που
αποτελεί κατεξοχήν ετεροφυλοφιλικό πεδίο (Kates & Belk, 2001).
Συνοψίζοντας, είναι γεγονός πως οι
εκδηλώσεις των Prides
έχουν απομακρυνθεί αισθητά από τον αρχικό χαρακτήρα της εξέγερσης, με τον
εαορταστικό χαρακτήρα και την προκλητικότητα, δηλαδή, την έκφραση του φύλου και
της σεξουαλικότητας, με μη κομφορμιστικούς ως προς τις κοινωνικές νόρμες
τρόπους, να αποτελούν πλέον την κύρια εικόνα αυτών. Ωστόσο, όπως έχει
υποστηριχθεί ευρέως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αφαιρούν από την πολιτική αξία
των εκδηλώσεων αυτών. Η πρόκληση της καθεστηκυίας τάξης και της
ετεροκανονικότητας είναι πολιτική θέση και φαίνεται πως αυτήν ακριβώς υιοθετεί το
Pride.
Βέβαια, όπως θα έλεγαν οι Kitzinger
και Wilkinson
(2004)
η πρόκληση και η αμφισβήτηση αυτή θα πρέπει να έπονται της εξασφάλισης της
ισότητας ως προς τα βασικά θεσμικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Brickell, C. (2000). Heroes and invaders: Gay and
lesbian pride parades and the public/private distinction in New Zealand media
accounts. Gender, Place and Culture: A Journal of Feminist Geography, 7(2),
163-178.
Browne, K. (2007). A party with politics?(Re) making
LGBTQ Pride spaces in Dublin and Brighton. Social & Cultural
Geography, 8(1), 63-87.
Bruce, K. M. (2013). LGBT Pride as a cultural protest
tactic in a southern city. Journal of Contemporary Ethnography, 42(5),
608-635.
Bruce, K. M. (2016). Pride parades: How a parade changed the world. New York: NYU press.
Hughes, H. (2006). Gay and lesbian festivals: Tourism in the change from politics to party. Festivals, tourism and social change: Remaking worlds, 8, 238.
Johnston, L. (2001). (Other) bodies and tourism
studies. Annuals of Tourism Research, 28(1), 180-201.
Kates, S. M., & Belk, R. W. (2001). The meanings of lesbian and gay pride day: Resistance through consumption and resistance to consumption. Journal of contemporary ethnography, 30(4), 392-429.
Kitzinger, C., & Wilkinson, S. (2004). Social advocacy for equal marriage: The politics of “rights” and the psychology of “mental health”. Analyses of Social Issues and Public Policy, 4(1), 173-194.
Markwell, K. (2002). Mardi Gras tourism and the
construction of Sydney as an international gay and lesbian city. GLQ: a
journal of lesbian and gay studies, 8(1), 81-99.
Markwell, K., & Waitt, G. (2009). Festivals, space
and sexuality: Gay pride in Australia. Tourism Geographies, 11(2),
143-168.
Monro, S. (2005). Gender
Politics: Citizenship, Activism and Sexual Diversity. London: Pluto.
Comments
Post a Comment